- μορεών
- (-ώνος) ο тутовая роща
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μορεῶν — μορέα mulberry tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)